- διπλοσκοπός
- οκαθένας από τους δύο σκοπούς που φρουρούν μια θέση από τους οποίους ο ένας είναι κινητός κι ο άλλος ακίνητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλοσκοπός — ο ο καθένας από τους δύο σκοπούς που φρουρούν στο ίδιο μέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek